- διασκελιά
- και δρασκελιά, η και διάσκελο, το1. διασκελισμός2. η απόσταση μεταξύ τών δύο ποδιών ανθρώπου με ανοιχτά σκέλη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διασκελιά — η βλ. δρασκελιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)